καθημέριος,

καθημέριος,
καθ-ημέριος, u. καθ-ημερινός, am heutigen Tage; täglich

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καθημέριος — καθημέριος, δωρ. τ. καθαμέριος, ία, ον (Α) 1. καθημερινός 2. σημερινός, τωρινός, ο κατά τούτη την ημέρα («νῡν σε μοῑρα καθαμερία φθίνειν ἔχει», Σοφ.) 3. (το ουδ. ως επίρρ.) καθημέριον καθημερινά. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. «καθ ἡμέραν»] …   Dictionary of Greek

  • καθημερινά — καθημέριος day by day neut nom/voc/acc pl καθημερινά̱ , καθημέριος day by day fem nom/voc/acc dual καθημερινά̱ , καθημέριος day by day fem nom/voc sg (doric aeolic) καθημερινός day by day neut nom/voc/acc pl καθημερινά̱ , καθημερινός day by day… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθημερινῶν — καθημέριος day by day fem gen pl καθημέριος day by day masc/neut gen pl καθημερινός day by day fem gen pl καθημερινός day by day masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθημερινόν — καθημέριος day by day masc acc sg καθημέριος day by day neut nom/voc/acc sg καθημερινός day by day masc acc sg καθημερινός day by day neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθημέριον — καθημέριος day by day masc acc sg καθημέριος day by day neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθημεριναῖς — καθημέριος day by day fem dat pl καθημερινός day by day fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθημεριναί — καθημέριος day by day fem nom/voc pl καθημερινός day by day fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθημερινοῖς — καθημέριος day by day masc/neut dat pl καθημερινός day by day masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθημερινοί — καθημέριος day by day masc nom/voc pl καθημερινός day by day masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθημερινοῦ — καθημέριος day by day masc/neut gen sg καθημερινός day by day masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθημερινούς — καθημέριος day by day masc acc pl καθημερινός day by day masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”